ιδιοξενος

ιδιοξενος
    ἰδιόξενος
    ἰδιό-ξενος
    ὅ (в отличие от πρόξενος) принимающий или принимаемый в качестве личного гостя Luc., Diod., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ιδιοξενος" в других словарях:

  • ιδιόξενος — ἰδιόξενος, ον (Α) προσωπικός φίλος ιδιώτη σε ξένο μέρος («οὔτε πρόξενος ὤν οὔτε ἰδιόξενος αὐτοῡ», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + ξένος (< ξένος), πρβλ. πρό ξενος, φιλό ξενος] …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοξενία — ἰδιοξενία, ἡ (Α) [ιδιόξενος] προσωπική φιλία …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»